ἐπιδεικτικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση … Dictionary of Greek
ἐπιδεικτικά — ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc pl ἐπιδεικτικά̱ , ἐπιδεικτικός fem nom/voc/acc dual ἐπιδεικτικά̱ , ἐπιδεικτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεικτικώτερον — ἐπιδεικτικός adverbial comp ἐπιδεικτικός masc acc comp sg ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεικτικῶν — ἐπιδεικτικός fem gen pl ἐπιδεικτικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεικτικόν — ἐπιδεικτικός masc acc sg ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεικτικαῖς — ἐπιδεικτικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεικτικαί — ἐπιδεικτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεικτικοῖς — ἐπιδεικτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδεικτικοί — ἐπιδεικτικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)