επιδεικτικός

επιδεικτικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που αρέσει να επιδείχνεται, ο ρεκλαματζής.
2. που γίνεται για επίδειξη: Επιδεικτική παρέλαση του εχθρού.
3. εντυπωσιακός, χτυπητός, φανταχτερός, φαντεζί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδεικτικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδεικτικά — ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc pl ἐπιδεικτικά̱ , ἐπιδεικτικός fem nom/voc/acc dual ἐπιδεικτικά̱ , ἐπιδεικτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικώτερον — ἐπιδεικτικός adverbial comp ἐπιδεικτικός masc acc comp sg ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικῶν — ἐπιδεικτικός fem gen pl ἐπιδεικτικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικόν — ἐπιδεικτικός masc acc sg ἐπιδεικτικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικαῖς — ἐπιδεικτικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικαί — ἐπιδεικτικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικοῖς — ἐπιδεικτικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεικτικοί — ἐπιδεικτικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”